ανυστέρητος

ανυστέρητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν υστερεί, δεν υπολείπεται: Αν το σύγκρινε κανείς με τ' άλλα παιδιά του χωριού, ήταν ανυστέρητο.
2. αυτός που δεν έχει στερήσεις: Ως τότε είχε περάσει μια ζωή ανυστέρητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανυστέρητος — ἀνυστέρητος, ον (AM) αυτός που δεν υστερεί σε τίποτε ή που δεν του λείπει τίποτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”